- λαθρεμπορεύομαι
- κάνω λαθρεμπόριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημείδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαθρεμπόρευμα — το αντικείμενο που προέρχεται από λαθρεμπόριο, εμπόρευμα που εισάγεται ή εξάγεται λαθραία, χωρίς εκτελωνισμό και δασμολόγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρεμπορεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ν. Γ. Κωτσάκη] … Dictionary of Greek